- στραγγαλιστικός
- η , ό[ν]1) удушающий, душащий (об орудии казни); 2) перен. душащий (свободу и т. п.);
στραγγαλιστική πολιτική — политика удушения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στραγγαλιστική πολιτική — политика удушения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στραγγαλιστικός — ή, ό, Ν [στραγγαλίζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στραγγαλισμό, στον στραγγαλιστή, ή στον στραγγαλιστήρα 2. φρ. «στραγγαλιστικό πηνίο» (ηλεκτρ.) πηνίο με πολλές σπείρες και σιδερένιο πυρήνα το οποίο συνδέεται κατά σειρά σε ένα κύκλωμα… … Dictionary of Greek